- πλησιογείτων
- πλησιο-γείτων, ὁ, der nahe Nachbar, Grenznachbar
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πλησιογείτων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει άμεσα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + γείτων (πρβλ. κακο γείτων)] … Dictionary of Greek